προκυμαία

προκυμαία
η
παραλία λιμανιού με κρηπίδωμα για προστασία από τα κύματα, αλλ. μόλος: Όλοι οι κάτοικοι του νησιού κατέβηκαν στην προκυμαία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προκυμαία — η, ΝΜ, και προκυμία Α νεοελλ. παραλία λιμανιού που προστατεύεται από τα κύματα με κρηπίδωμα νεοελλ. αρχ. τεχνικό έργο σε λιμάνια για να τά προστατεύει από τα κύματα και να επιτρέπει το ασφαλές πλεύρισμα τών πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προκυμία < προ …   Dictionary of Greek

  • κρηπίδα — Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της …   Dictionary of Greek

  • Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… …   Dictionary of Greek

  • ΦΑΣ — Ν άκλ. (αρκτικόλεξο) εμπορικός όρος που δηλώνει την πώληση ενός εμπορεύματος στην τιμή τού οποίου περιλαμβάνονται η αξία του και όλα τα τυχόν έξοδα μέχρι την παράδοσή του στην προκυμαία και κοντά στο πλοίο που θα υποδείξει ο αγοραστής. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ακοστάρισμα — το (ακοστάρω) Ναυτ. πλεύρισμα ή πλησίασμα πλοίου στην αποβάθρα, την προκυμαία, τήν ακτή κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • ανακρούω — (Α ἀνακρούω) νεοελλ. 1. εκτελώ, παίζω «η φιλαρμονική ανέκρουσε τον Εθνικό Ύμνο» 2. φρ. «ανακρούω πρύμναν», υποχωρώ, αλλάζω γνώμη ή τακτική 3. (για ιστιοφόρο ή βάρκα) κινούμαι προς τα πίσω αρχ. 1. σπρώχνω προς τα πίσω 2. συγκρατώ, αναχαιτίζω… …   Dictionary of Greek

  • απλεύριστος — η, ο 1. αυτός που δεν πλεύρισε, δεν πλησίασε την προκυμαία 2. αυτός που δεν τον πλεύρισαν, δεν τον ζύγωσαν για κάποιο πονηρό σκοπό …   Dictionary of Greek

  • αποβίβαση — η η έξοδος ή η εκφόρτωση από το πλοίο στην προκυμαία ή από άλλο συγκοινωνιακό μέσο σε κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποβιβάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • δέσιμο — το (Μ δέσιμον) 1. το να δένει κανείς κάτι, να συμπλέκει τα άκρα κλωστής, σκοινιού, ευλύγιστης βέργας ώστε να σχηματίσουν κόμπο 2. η σύνδεση, συσκευασία αντικειμένων ώστε να αποτελέσουν δέμα 3. συναισθηματικός δεσμός 4. (για γάμο) η ένωση 5. (για… …   Dictionary of Greek

  • δέστρα — η [δένω] ναυτ. στήλη σιδερένια στερεωμένη στην προκυμαία ή στο κρηπίδωμα τού λιμανιού για το δέσιμο τών πλοίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”